υποδιεύθυνση

υποδιεύθυνση
[-ις (-εως)] η должность заместителя директора, помощника управляющего

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υποδιεύθυνση" в других словарях:

  • υποδιεύθυνση — η 1. το αξίωμα και το έργο του υποδιευθυντή (βλ. λ.). 2. υπηρεσία που αποτελεί υποδιαίρεση διεύθυνσης, με αυτοτέλεια μεγαλύτερη από εκείνη του τμήματος: Υποδιεύθυνση Τροχαίας Κινήσεως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποδιεύθυνση — η, Ν 1. το αξίωμα και το έργο τού υποδιευθυντή 2. υπηρεσία, συνήθως αυτοτελής, η οποία αποτελεί υποδιαίρεση τής διεύθυνσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + διεύθυνση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδιεύθυνσις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • Γκίνης, Άγγελος — (Σπέτσες 1859 – Αθήνα 1928). Μηχανικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στα γερμανικά πολυτεχνεία της Δρέσδης και της Καρλσρούης (1877 81). Το 1881 επέστρεψε στην Ελλάδα και προσελήφθη ως νομομηχανικός και επιθεωρητής στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»